- κοινωνικοποιώ
- (-είς, -εί κτλ.), κοινωνικοποίησα, κοινωνικοποιήθηκα, κοινωνικοποιημένος, θέτω στη διάθεση του κοινωνικού συνόλου με κατάλληλη οργάνωση επιχειρήσεις ή τομείς. Oυσ. κοινωνικοποίηση, η.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.